Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελλανοδίκης ο [elanoδíkis] Ο10 : 1.(ιστ.) στην αρχαία Ελλάδα επόπτης και κριτής αθλητικών αγώνων (στην Ολυμπία, Nεμέα κτλ.). 2. μέλος ελλανοδίκου επιτροπής (σε αθλητικούς, καλλιτεχνικούς κτλ. αγώνες).
[λόγ. εν. < αρχ. (δωρ. διάλ.) πληθ. ῾Ελλανοδίκαι]