Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελλαδικός -ή -ό [elaδikós] Ε1 : 1.που ανήκει ή αναφέρεται στην Ελλάδα ως κράτος, στο γεωγραφικό χώρο της ελληνικής επικράτειας, σε αντιδιαστολή προς τον ελληνικό άλλης, έξω από τα όρια της Ελλάδας, περιοχής: Kυπριακές και ελλαδικές οργανώσεις. Όλος ο ελληνισμός, ο ~, ο κυπριακός και ο απόδημος. 2. (αρχαιολ., ιστ.) που αναφέρεται στην περίοδο της χαλκοκρατίας στην ηπειρωτική Ελλάδα· (πρβ. πρωτοελλαδικός, μεσοελλαδικός, υστεροελλαδικός).
[λόγ. < αρχ. ῾Ελλαδικός (σπάν.) για διάκρ. από το ελληνικός]