Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελκύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελκύω [elkío] -ομαι Ρ9 λόγ. αόρ. και είλκυσα, απαρέμφ. ελκύσει, παθ. αόρ. ελκύστηκα, απαρέμφ. ελκυστεί : (λόγ.) έλκω, προσελκύω, τραβώ, συνήθ. μτφ. α. ~ το ενδιαφέρον / την προσοχή κάποιου, στρέφω το ενδιαφέρον του, την προσοχή του προς εμένα: Tο ενδιαφέρον των κριτικών είχε ελκυστεί από το πρώτο ήδη δημοσίευμά του. β. προσελκύω, θέλγω, γοητεύω, σαγηνεύω κπ.: Aπό όσα άλλοτε θεωρούσα θαυμάσια και ωραία τίποτα πια δε με ελκύει. Tον ελκύουν τα ωραία της μάτια.

[λόγ. < μσν. ελκύω μεταπλ. του αρχ. ἕλκω κατά το μέλλ. ἑλκύσω & σημδ. γαλλ. attraire, attirer]

[Λεξικό Κριαρά]
ελκύω.
  • 1) Προσελκύω:
    • το ερωτοπιττάκιν, είλκυσε την καρδίαν μου (Λίβ. N 1665).
  • 2) Προσηλυτίζω:
    • (Έκθ. χρον. 2710).

[<έλκω. Η λ. τον 4. αι. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες