Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ελκυστικός, επίθ.· ελκυτικός.
-
- (Μεταφ.) γοητευτικός, θελκτικός:
- δακτυλίδιν … ελκυστικόν (Λίβ. N 1648).
[μτγν. επίθ. ελκυστικός. Η λ. και σήμ.]
- (Μεταφ.) γοητευτικός, θελκτικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελκυστικός -ή -ό [elkistikós] Ε1 : α.ελκτικόςα. β. (μτφ.) που έχει την ικανότητα να ελκύει, να τραβά προς τον εαυτό του την προσοχή και το ενδιαφέρον άλλων, και να τους θέλγει, να τους γοητεύει· θελκτικός, γοητευτικός, σαγηνευτικός, συναρπαστικός: Ελκυστική φυσιογνωμία. Ελκυστικοί τρόποι. Ελκυστικό θέαμα / ανάγνωσμα.
ελκυστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἑλκυστικός]