Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελκυστήρας ο [elkistíras] Ο2 : (λόγ.) μηχάνημα ή στοιχείο μηχανής ή κατασκευής, το οποίο ασκεί δύναμη έλξης (τράβηγμα): Γεωργικός ~, τρακτέρ.
[λόγ. < αρχ. ἑλκυστήρ, αιτ. -ῆρα `εργαλείο για τράβηγμα΄ & σημδ. γαλλ. tracteur]