Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελκτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελκτικός -ή -ό [elktikós] Ε1 : α.που έχει ικανότητα να έλκει, να τραβά προς το μέρος του κτ.: H ελκτική δύναμη του μαγνήτη. H ελκτική δύναμη της μηχανής μιας αμαξοστοιχίας. β. (μτφ.) ελκυστικόςβ.

[λόγ. < αρχ. ἑλκτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες