Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελκτικός -ή -ό [elktikós] Ε1 : α.που έχει ικανότητα να έλκει, να τραβά προς το μέρος του κτ.: H ελκτική δύναμη του μαγνήτη. H ελκτική δύναμη της μηχανής μιας αμαξοστοιχίας. β. (μτφ.) ελκυστικόςβ.
[λόγ. < αρχ. ἑλκτικός]