Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελιτισμός ο [elitizmós] Ο17 : άποψη που υπερεκτιμά την αξία της ελίτ ενός κοινωνικού συνόλου, έναντι της απαξίας των άλλων μελών του (της μάζας, του πλήθους, του λαού).
[λόγ. < γαλλ. élitisme (-isme = -ισμός)]