Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελικόπτερο το [elikóptero] Ο40 : ιπτάμενο όχημα, με έλικα προσαρμοσμένο σε κατακόρυφο άξονα, το οποίο μπορεί να απογειώνεται και να προσγειώνεται κατακόρυφα: Στρατιωτικό / επιβατικό ~. Στην οθόνη σας βλέπετε και πλάνα από ~. Aποφασίστηκε η αγορά νέων, υπερσύγχρονων ελικοπτέρων για την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων.
ελικοπτεράκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. hélicoptère < hélic- < αρχ. ἑλικ- (δες στο έλικα) -ο- + -pteron < αρχ. πτερόν (δες στο φτερό)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελικοπτεροφόρος -α / -ος -ο [elikopterofóros] Ε14 : για πλοίο, που έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει ελικόπτερα. || (ως ουσ.) το ελικοπτεροφόρο, πολεμικό πλοίο που διαθέτει χώρο κατάλληλα διαμορφωμένο για την προσγείωση και την απογείωση ελικοπτέρων.
[λόγ. ελικόπτερ(ον) -ο- + -φόρος]