Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ελεύθερα, επίρρ.· ελεύτερα· λεύτερα.
-
- 1) Χωρίς εμπόδιο, ελεύθερα:
- ν’ απέρχεσαι ελεύτερα με όλα σου τα φουσσάτα (Χρον. Μορ. H 1595).
- 2) Με θάρρος, άφοβα:
- Δώσε μου μόνο θέλημα λεύτερα να μιλήσω (Ερωφ. Δ´ 479).
[<επίθ. ελεύθερος. Ο τ. ελεύτερα και σήμ. ποντ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Χωρίς εμπόδιο, ελεύθερα: