Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελεφάντινος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ελεφάντινος, επίθ.· αλαφάντινος· αλεφάντινος· ’λεφάντινος.
  • 1) Φτιαγμένος από ελεφαντόδοντο:
    • ελεφάντινον … πινακίδιν (Λίβ. (Lamb.) N 266).
  • 2) Που ανήκει ή προέρχεται από ελέφαντα:
    • να σε αλείψομεν ελεφάντινον κόπρον (Σπανός A 70).
  • 3) Λευκός σαν ελεφαντόδοντο:
    • χρόαν … αλεφάντινον (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 281).
  • 4) (Μεταφ.) δυνατός:
    • ρε του Φεραντίνου, του θαυμαστού και άξιου και του ελεφαντίνου (Κορων., Μπούας 17).
  • Το ουδ. ως ουσ. = το ελεφαντοστό:
    • δακτύλια είχεν μακρέα, … με το αλεφάντινον τεχνίτης έποικέν τα (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 289).

[αρχ. επίθ. ελεφάντινος. Ο τ. αλα‑ και σήμ. ιδιωμ. Το ουδ. ως ουσ. στο Βλάχ. (ελέ‑). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελεφάντινος -η -ο [elefándinos] Ε5 : 1.που ανήκει σε ελέφαντα. 2. που είναι κατασκευασμένος από ελεφαντοστό· φιλντισένιος.

[λόγ. < αρχ. ἐλεφάντινος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες