Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελεφάντειος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ελεφάντειος, επίθ.· ’λεφάντειος.
  • Το ουδ. ως ουσ. = ελεφαντόδοντο, φίλντισι:
    • (Αλεξ. 2322).

[μτγν. επίθ. ελεφάντειος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες