Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελευθερόφρων -ων -ον [elefθerófron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) που σκέφτεται ελεύθερα, που έχει φρονήματα (ιδέες, σκέψεις) απαλλαγμένα από προκαταλήψεις, φανατισμούς, δογματισμούς κτλ. || (ως ουσ.).
[λόγ. ελεύθερ(ος) -ο- + -φρων]