Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελευθερόστομος -η -ο [elefθeróstomos] Ε5 : που μιλά με τρόπο τολμηρό. α. που όταν μιλά, χρησιμοποιεί λέξεις και εκφράσεις τολμηρές, που αντιβαίνουν στους κοινώς αποδεκτούς περιορισμούς της ευπρεπούς και ηθικής συμπεριφοράς· αυθάδης ή, συνηθέστερα, αθυρόστομος. β. που μιλά με τόλμη και ειλικρίνεια, με παρρησία.
[λόγ.: β: αρχ. ἐλευθερόστομος· α: κατά τη σημ. του ελευθεριάζω]