Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελευθερωτής ο [elefθerotís] Ο7 θηλ. ελευθερώτρια [elefθerótria] Ο27 & (λογοτ.) ελευθερώτρα [elefθerótra] Ο25α : αυτός που ελευθερώνει κπ. ή κτ.· λυτρωτής, απελευθερωτής: ~ των σκλάβων. || (ως επίθ.): Ο ~ στρατός.
[λόγ. < ελνστ. ἐλευθερωτής· λόγ. ελευθερω(τής) -τρια, -τρα]
[Λεξικό Κριαρά]
- ελευθερωτής ο.
-
- Απελευθερωτής:
- το στέμμα … θήσω εν τῃ σῃ κορυφῄ ως ελευθερωτήν των χριστιανών (Ιστ. πολιτ. 1111).
[μτγν. ουσ. ελευθερωτής. Η λ. και σήμ.]
- Απελευθερωτής: