Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελευθεροστομία η [elefθerostomía] Ο25 : τολμηρός τρόπος ομιλίας. α. τρόπος έκφρασης και ομιλίας που αντιβαίνει στους κοινώς αποδεκτούς κανόνες ευπρεπούς και ηθικής συμπεριφοράς· αυθάδεια ή, συνηθέστερα, αθυροστομία. β. ειλικρινής και θαρραλέα έκφραση γνώμης· παρρησία.
[λόγ.: β: ελνστ. ἐλευθεροστομία· α: κατά τη σημ. του ελευθερόστομοςα]