Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελευθεριάζων -ουσα -ον
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελευθεριάζων -ουσα -ον [elefθeriázon] Ε12 : (λόγ.) που ξεπερνά τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις μιας κοινώς αποδεκτής ηθικής, που δεν είναι σύμφωνος με τα χρηστά ήθη· (πρβ. ελευθέριος): Ελευθεριάζοντα ήθη. Ελευθεριάζουσες απόψεις / συνήθειες. Ελευθεριάζουσα συμπεριφορά.

[λόγ. μεε. του ελευθεριάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες