Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελεημοσύνη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελεημοσύνη η [eleimosíni] Ο30α : 1.μικρό βοήθημα, σε χρήμα ή σε είδος, το οποίο δίνει κάποιος σε φτωχό (συνήθ. ζητιάνο) από φιλευσπλαχνία, λύπηση: Kάνω / δίνω ~, ελεώ. Zητώ ~, ζητιανεύω. Zει από τις ελεημοσύνες των γειτόνων. Άπλωνε το κοκαλιάρικο χέρι της παρακαλώντας για μια ~. || (προφ., επέκτ.) για παροχή ή προσφορά που ο ομιλητής τη θεωρεί ευτελή ή προσβλητική ή χαριστική: Tι μου τα δίνεις αυτά, για ~; πάρ΄ τα πίσω. Δε θέλω ελεημοσύνες. || χαριστική προσφορά: Ελεημοσύνες δεν κάνω· όσο δουλέψεις τόσο θα πληρωθείς. 2. κάθε έμπρακτη εκδήλωση ενός συναισθήματος αγάπης και συμπάθειας για συνάνθρωπο που δυστυχεί: Tον πήρε στη δουλειά από ~, από λύπηση. || (ειδικότ.) στη χριστιανική θεολογία, η ελεημοσύνη ως πράξη θρησκευτική και όχι ως απλή φιλανθρωπία: Οι τρεις στύλοι της θρησκευτικής ζωής: η νηστεία, η προσευχή και η ~.

[λόγ. < ελνστ. ἐλεημοσύνη]

[Λεξικό Κριαρά]
ελεημοσύνη η· αλεημοσύνη· ελεγημοσύνη· ελεμοσύνη· ’λεημοσύνη· ’λεμοσύνη.
  • 1) Ευσπλαχνία, έλεος, χάρη:
    • ετυραννήσαν τον χωρίς ελεμοσύνην (Μαχ. 7426· Ζήνου, Βατραχ. 174).
  • 2) Επιείκεια, μετριοπάθεια:
    • την δικαιοσύνην θέλει να βλέπει ο Δικαστής, αμή όχι ελεημοσύνην (Πένθ. θαν. 494).
  • 3) Χρηματική ή άλλη βοήθεια προς τους φτωχούς:
    • (Σπαν. P 265
    • (ως προσωποπ.):
      • την … Ελεημοσύνην είδα … νομίσματα το χέριν της να γέμει (Λίβ. (Lamb.) N 871).
  • 4) Έλεος· κρίση:
    • είναι πταίστες· παραδίδομέν τους εις την ελεημοσύνην σου (Μαχ. 57222· Ασσίζ. 22122).
  • 5) Κατανόηση:
    • ο βισκούντης πρέπει να έχει απ’ αυτόν το παράπτωμαν πολλά μεγάλην ελεημοσύνη (Ασσίζ. 48214).

[μτγν. ουσ. ελεημοσύνη. Ο τ. ελεμ‑ και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες