Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ελεημονητικός, επίθ.
-
- Που αγαπά να ελεεί, ευσπλαχνικός:
- καλότυχοι εκείνοι οπού είναι ελεημονητικοί (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. ε´ 7).
[<ουσ. ελεημονητής + κατάλ. ‑ικός. Η λ. τον 8. αι. (Lampe· βλ. και LBG) και σήμ.]
- Που αγαπά να ελεεί, ευσπλαχνικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελεημονητικός -ή -ό [eleimonitikós] & ελεημονικός -ή -ό [eleimonikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται σε ελεήμονα.
[λόγ. < ελνστ. ἐλεημονητικός, ἐλεημονικός]