Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελεεινότητα η [eleinótita] Ο28 : η ιδιότητα του ελεεινού· αθλιότητα. || πράξη ελεεινή: Tέτοιες ελεεινότητες δεν έκανα ποτέ.
[λόγ. < ελνστ. ἐλεεινότης, αιτ. -ητα `δυστυχία΄]