Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ελεεινός, επίθ.· ελενός· ’λεγνός· ’λεεινός· ’λενός.
-
- 1) Αξιολύπητος, ταλαίπωρος, δύστυχος, «καημένος»:
- (Πικατ. 292), (Χρον. σουλτ. 10433).
- 2) Άθλιος:
- ’λεεινόν τομάριν (Πικατ. 529).
- 3) Αχρείος:
- ω της κολακείας των ελεεινών (Ιστ. πατρ. 1432).
[αρχ. επίθ. ελεεινός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Αξιολύπητος, ταλαίπωρος, δύστυχος, «καημένος»:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελεεινός -ή -ό [eleinós] Ε1 : 1.(για πρόσ. ή ενέργεια) που είναι πολύ κακός από ηθική άποψη και γι΄ αυτό αξίζει να κατακρίνεται και να περιφρονείται· άθλιος, αχρείος, αισχρός, ποταπός, χαμερπής: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Ελεεινό πρόσωπο / υποκείμενο. Ελεεινή συμπεριφορά / διαγωγή, οικτρή. Ελεεινές συκοφαντίες. ~ συκοφάντης. || Ελεεινό τέλος, άθλιος, ατιμωτικός και φρικτός θάνατος. 2. (για πργ.) πολύ κακός, μειονεκτικός, ελαττωματικός κτλ., ώστε να προκαλεί δυσαρέσκεια, αποστροφή, απέχθεια: Ελεεινή κατάσταση / ποιότητα / μορφή / κατασκευή, άθλια, φρικτή, οικτρή, άσχημη. Ελεεινή όψη / εμφάνιση. Ελεεινό φαγητό. Ελεεινή τροφή. ~ καιρός. ~ δρόμος. || ~ και τρισάθλιος*.
ελεεινά ΕΠIΡΡ με τρόπο ελεεινό: Συμπεριφέρεται ~. [λόγ. < αρχ. ἐλεεινός `αξιολύπητος΄]