Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελεεινολογώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελεεινολογώ [eleinoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : μιλώ χαρακτηρίζοντας και περιγράφοντας κπ. ή κτ. ως ελεεινό, άξιο οίκτου, συμπάθειας ή περιφρόνησης· οικτίρω. ANT μακαρίζω: Kοίταζε κουνώντας το κεφάλι της, σαν να ελεεινολογούσε την κατάντια τους.

[λόγ. ενεργ. < ελνστ. ἐλεεινολογοῦμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες