Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελεγκτικός -ή -ό [eleŋgtikós] Ε1 : σχετικός με τον έλεγχο, αρμόδιος, εντεταλμένος να ασκεί έλεγχο: Ελεγκτικά όργανα της διοίκησης. Ελεγκτικό συμβούλιο. Ελεγκτική επιτροπή, επιτροπή ελέγχου. || (ειδ.): Ελεγκτικό Συνέδριο, διοικητική αρχή, με δικαστική δομή και οργάνωση, που ελέγχει τη διαχείριση των δημόσιων προσόδων. || (ως ουσ.) η ελεγκτική, κλάδος της οικονομικής επιστήμης που μελετά τις αρχές και τους κανόνες που πρέπει να διέπουν τους οικονομικούς ελέγχους.
[λόγ. < αρχ. ἐλεγκτικός `που ερευνά, που έχει κριτική διάθεση΄ κατά την αλλ. της σημ. του ρ. ελέγχω]