Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελεγκτής ο [eleŋgtís] Ο7 θηλ. ελέγκτρια [eléŋgtria] Ο27 : πρόσωπο (υπάλληλος) επιφορτισμένο να ελέγχει πράξεις άλλων (την εκτέλεση και τον τρόπο εκτέλεσης μιας υποχρέωσης, εργασίας κτλ.): Ο ~ τού ζήτησε το εισιτήριο. H κυβέρνηση τον διόρισε ελεγκτή στην τράπεζα. || (ειδ.): ~ εναέριας κυκλοφορίας, υπάλληλος αεροδρομίου αρμόδιος να ελέγχει και να ρυθμίζει την πορεία, την προσγείωση και την απογείωση αεροσκαφών.
[λόγ. ελεγκ- (δες ελέγχω) -τής (πρβ. αρχ. ἐλεγκτήρ `που καταδικάζει ή ερευνά΄)· λόγ. ελεγκ(τής) -τρια]