Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελεήμων [eleímon] Ε (βλ -ων -ων -ον) : (λόγ.) που δείχνει ευσπλαχνία και προσφέρει τη βοήθειά του σε όσους δυστυχούν· ελεήμονας, φιλεύσπλαχνος, φιλάνθρωπος. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. ἐλεήμων]
[Λεξικό Κριαρά]
- ελεήμων ‑μονας, επίθ.· ’λεήμων.
-
- Που κάνει ελεημοσύνες:
- να είσαι ελεήμονας … εις τους πτωχούς (Ιστ. Βλαχ. 1891).
[αρχ. επίθ. ελεήμων. Η λ. (‑μονας) στο Somav. και σήμ.]
- Που κάνει ελεημοσύνες: