Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελβετικός -ή -ό [elvetikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην Ελβετία ή στους Ελβετούς: Ελβετικά ρολόγια. Ελβετικές τράπεζες. H ελβετική πρωτεύουσα. Aναχώρησαν για διακοπές στις Ελβετικές Άλπεις.
[λόγ. Ελβετ(ός) -ικός, Ελβετός: λατ. πληθ. Helvetii όν. κελτικού λαού, πρβ. ελνστ. ῾Ελβήτιοι]