Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελαχιστοποιώ [elaxistopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω να γίνει κτ. ελάχιστο, το περιορίζω στο ελάχιστο. ANT μεγιστοποιώ: ~ τις πιθανότητες λάθους.
[λόγ. ελαχιστο(ποίησις) -ποιώ (αναδρ. σχημ.) απόδ. γαλλ. minimiser]