Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελαχιστοποίηση η [elaxistopíisi] Ο33 : το να γίνεται κτ. ελάχιστο, να περιορίζεται στο ελάχιστο. ANT μεγιστοποίηση: ~ ζημιών. ~ κινδύνων. ~ ευθύνης.
[λόγ. ελάχιστ(ος) -ο- + -ποίη(σις) -ση απόδ. γαλλ. minimisation]