Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελαφρώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελαφρώνω [elafróno] -ομαι Ρ1 : αφαιρώ βάρος, απαλλάσσω από μέρος βάρους.

[μσν. ελαφρώνω < ελνστ. ἐλαφρ(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ελαφρώνω,
βλ. αλαφρώνω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες