Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελαφρόπετρα η [elafrópetra] Ο27 : είδος πορώδους ηφαιστειογενούς πετρώματος που χρησιμοποιείται ως λειαντικό μέσο, για την παραγωγή ελαφρών και μονωτικών οικοδομικών υλικών κτλ.: H ~ επιπλέει έως ότου όλοι οι πόροι της γεμίσουν με νερό. || κομμάτι από τέτοιο πέτρωμα (πέτρα) για την καθαριότητα του σώματός μας. || ως χλευαστικός χαρακτηρισμός προσώπου ελαφρόμυαλου, ανόητου και επιπόλαιου.
[ελαφρο- + πέτρα]