Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ελαφρά, επίρρ.,
- βλ. αλαφρά.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελαφράδα η [elafráδa] Ο26 : (προφ.) ελαφρότητα.
[ελαφρ(ός) -άδα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελαφραίνω [elafréno] Ρ7.4α : (πρβ. ελαφρύνω). 1. χάνω από το βάρος μου, γίνομαι ελαφρότερος. ANT βαραίνω. 2. αφαιρώ από βάρος, κάνω να γίνει κτ. ελαφρότερο: Ελαφραίνω το φορτίο.
[μσν. ελαφραίνω < ελα φρ(ύνω) μεταπλ. -αίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ελαφραίνω,
- βλ. αλαφραίνω.