Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ελαφάκι το· λαφάκι.
-
- Μικρό ελάφι:
- (Βοσκοπ. 6).
[<ουσ. ελάφι + κατάλ. ‑άκι. Ο τ. στο Somav. και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ.]
- Μικρό ελάφι:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. ελάφι + κατάλ. ‑άκι. Ο τ. στο Somav. και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |