Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελατός -ή -ό
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έλατος ο [élatos] Ο20 : (λαϊκότρ.) το έλατο.

[αρχ. ἐλάτη ἡ μεταπλ. σε αρσ. αναλ. προς άλλα με παρόμοια αλλ.: ἡ πλάτανος > ὁ πλάτανος ίσως με βάση ενδιάμεσο τ. *ἡ ἔλατος]

[Λεξικό Κριαρά]
έλατος ο.
  • Έλατο:
    • τους αλάζονες εκόψαν τούς ελάτους (Θησ. ΙΑ´ [241]).

[<αρχ. ουσ. ελάτη. Η λ. πιθ. το 12. αι. (LBG), στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελατός -ή -ό [elatós] Ε1 : (φυσ., τεχν.) (για μέταλλο) που έχει την ιδιότητα να σφυρηλατείται ή να μετατρέπεται σε έλασμα· ελάσιμος· (πρβ. όλκιμος): Ο χαλκός είναι μέταλλο ελατό.

[λόγ. < αρχ. ἐλατός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελατοσίδηρος ο [elatosíδiros] Ο19 : σίδηρος που μπορούν να τον κατεργαστούν με έλαση για να παράγουν ελάσματα. ANT χυτοσίδηρος.

[λόγ. ελατ(ός) -ο- + σίδηρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες