Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελαττώνω [elatóno] -ομαι Ρ1 : κάνω κτ. να γίνει λιγότερο ή μικρότερο· μειώνω: ~ ποσό / ποσότητα / μέγεθος. ~ τα έξοδά μου / το κάπνισμα, περιορίζω.
[λόγ. < αρχ. ἐλασσῶ, αττ. διάλ. ἐλαττ(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ελαττώνω.
-
- 1) Βλάπτω κ.:
- όλα τα ελαττώσασιν αφότου εχωρίσαν από της Ρώμης εκκλησίας (Χρον. Μορ. H 812).
- 2) (Μέσ.) στερούμαι, χάνω:
- ουκ ελαττώθης τίποτες ποσώς εκ της τιμής σου (Λίβ. Esc. 3345).
[<ελαττώ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Βλάπτω κ.: