Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελαττωματικός -ή -ό [elatomatikós] Ε1 : (για πργ.) που έχει ελάττωμα: Ελαττωματική συσκευή / μηχανή. Ελαττωματικό προϊόν. Ελαττωματικά ανταλλακτικά. ~ μηχανισμός. Ελαττωματική κατασκευή. || Ελαττωματική διάπλαση του σώματος. Ελαττωματική όραση. || (ως ουσ.): Στην απέναντι πτέρυγα βρίσκονται τα ελαφρώς ελαττωματικά που είναι και φτηνότερα.
ελαττωματικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. ελαττωματ- (ελάττωμα) -ικός]