Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελαιώδης -ης -ες [eleóδis] Ε11 : α. για ύλη που μοιάζει με έλαιο ή περιέχει πολύ έλαιο· (πρβ. λιπαρός): ~ ουσία / μάζα / ύλη. Ελαιώδες υγρό. || ~ σύσταση. β. (για καρπούς, σπόρους κτλ.) που περιέχει λάδι ή άλλη λιπαρή ουσία: Ελαιώδεις καρποί / σπόροι.
[λόγ. < αρχ. ἐλαιώδης]