Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ελαιόλαδον το.
-
- Λάδι ελιάς:
- (Αγαπ., Γεωπον. 242).
[<ουσ. ελαία + λάδι. Η λ. στο Du Cange (λ. λάδη) και σήμ. (‑ο)]
- Λάδι ελιάς:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. ελαία + λάδι. Η λ. στο Du Cange (λ. λάδη) και σήμ. (‑ο)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |