Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελαιόλαδον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ελαιόλαδον το.
  • Λάδι ελιάς:
    • (Αγαπ., Γεωπον. 242).

[<ουσ. ελαία + λάδι. Η λ. στο Du Cange (λ. λάδη) και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες