Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελαιόλαδο το [eleólaδo] Ο42 : το λάδι από καρπό ελιάς· λάδι ελιάς· (συνήθ. σε αντιδιαστολή προς άλλα έλαια, όπως αραβοσιτέλαιο, ηλιέλαιο κτλ.): Παραγωγή ελαιόλαδου. Aύξηση της τιμής του ελαιολάδου. Παρθένο ~, που παράγεται από την πρώτη μηχανική πίεση του ελαιοκάρπου, χωρίς περαιτέρω επεξεργασία.
[λόγ. < μσν. ελαιόλαδον < ελαιο- 1 + λάδ(ι) -ον]
[Λεξικό Κριαρά]
- ελαιόλαδον το.
-
- Λάδι ελιάς:
- (Αγαπ., Γεωπον. 242).
[<ουσ. ελαία + λάδι. Η λ. στο Du Cange (λ. λάδη) και σήμ. (‑ο)]
- Λάδι ελιάς: