Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελαιοτριβείο το [eleotrivío] Ο39 : εργοστάσιο ή εργαστήριο παραγωγής ελαιολάδου από ελαιόκαρπο· (πρβ. ελαιουργείο).
[λόγ. < ελνστ. ἐλαιοτριβεῖον `πρέσα για λάδι΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ελαιοτριβείο το· αλαιτριβιδειό.
-
- Ελαιοπιεστήριο:
- ομπλεγάρει … το αλαιτριβιδειό οπού έκαμεν (Βαρούχ. 10422 (κώδ. αλετριβιδίο).)>
[<ουσ. ελαία + ‑τριβείο(ν). Ο τ. με επίδρ. του ουσ. τριβίδι (Andr., λ. ‑ιν)· απ. και σήμ. στην Κρήτη (Ξανθιν.). Η λ. τον 4. αι. (‑ον, Lampe) και σήμ.]
- Ελαιοπιεστήριο: