Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελαιογραφία η [eleoγrafía] Ο25 : α. ζωγραφική με ελαιοχρώματα: H τεχνική της ελαιογραφίας. β. ζωγραφική παράσταση, πίνακας ζωγραφικής με ελαιόχρωμα· (πρβ. λάδι3): Παλιές ελαιογραφίες κοσμούν την αίθουσα.
[λόγ. ελαιο- 2 + -γραφία μτφρδ. γαλλ. peinture à l΄huile]