Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελίσσομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελίσσομαι [elísome] Ρ2.2β : κάνω ελιγμούς. 1. κινούμαι διαγράφοντας συνεχόμενες καμπύλες, για να αποφύγω ή να παρακάμψω εμπόδια. 2. (συνήθ. μτφ.) ενεργώ, συμπεριφέρομαι με επιδεξιότητα και ποικίλους πλάγιους τρόπους, για να αποφύγω δύσκολες καταστάσεις. || (ειδ. στρατ.) κάνω στρατιωτικό ελιγμό.

[λόγ.: 1: αρχ. ἑλίσσομαι `στριφογυρίζω΄· 2: κατά τη σημ. της λ. ελιγμός2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες