Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελάφρυνση η [eláfrinsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ελαφρύνω, η απαλλαγή από βάρος υλικό ή ηθικό: Tο νέο φορολογικό σύστημα αποβλέπει στην ~ των οικονομικά ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων.
[λόγ. ελαφρύν(ω) -σις]