Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελάφι το [eláfi] Ο44 θηλ. ελαφίνα [elafína] Ο26 : α. δασόβιο, θηλαστικό, μηρυκαστικό ζώο, με λεπτά και ψηλά πόδια, αρμονικό και ωραίο κορμό, και (στο αρσενικό μόνο) οστέινες εκφύσεις στο μέτωπο που διακλαδίζονται σε διάφορα σχήματα: Tο ~ έχει εξαιρετικά αναπτυγμένες αισθήσεις και τρέπεται έγκαιρα και γρήγορα σε φυγή. β. (θηλ., μτφ.) για ωραία και λυγερή γυναίκα.
ελαφάκι το YΠΟKΟΡ το μικρό του ελαφιού· ελαφόπουλο. [μσν. ελάφι(ν) < ελνστ. ἐλάφιον υποκορ. του αρχ. ἔλαφος· μσν. ελαφίνα < ελάφ(ι) -ίνα]
[Λεξικό Κριαρά]
- ελάφι το,
- βλ. ελάφιν.
[Λεξικό Κριαρά]
- ελαφικός, επίθ.
-
- Που αναφέρεται στο ελάφι·
- έκφρ. ελαφική βοτάνη = είδος φυτού που λέγεται ότι το τρώνε τα ελάφια ως αντίδοτο για το δηλητήριο των φιδιών, το ελαφόβοσκον του Διοσκουρίδη (πβ. Γεννάδιος 277):
- (Ιερακοσ. 47024).
- έκφρ. ελαφική βοτάνη = είδος φυτού που λέγεται ότι το τρώνε τα ελάφια ως αντίδοτο για το δηλητήριο των φιδιών, το ελαφόβοσκον του Διοσκουρίδη (πβ. Γεννάδιος 277):
[<ουσ. έλαφος + κατάλ. ‑ικός. Ουσ. ‑όν στο L‑S. Η λ. το 13. αι. (LBG) και στο Βλάχ.]
- Που αναφέρεται στο ελάφι·
[Λεξικό Κριαρά]
- ελάφιν το· αλάφι· ελάφι· λάφι· λάφιν.
-
- Ελάφι:
- (Πανώρ. Γ´ 164).
[μτγν. ουσ. ελάφιον (L‑S). Ο τ. λάφι στο Meursius (‑ιον· βλ. και Βλάχ.). Ο τ. ‑ι και σήμ. Η λ. τον 6. αι. (LBG)]
- Ελάφι:
[Λεξικό Κριαρά]
- ελαφίνα η· αλαφίνα· λαφίνα.
-
- Θηλυκό ελάφι:
- (Διγ. Z 1426).
[<ουσ. έλαφος + κατάλ. ‑ίνα. Ο τ. λαφίνα στο Somav. και σήμ. Η λ. και σήμ.]
- Θηλυκό ελάφι:
[Λεξικό Κριαρά]
- ελαφινός, επίθ.· λάφινος.
-
- Ελαφίσιος:
- λάφινον κρέας (Αγαπ., Γεωπον. 196).
[<ουσ. έλαφος + κατάλ. ‑ινός]
- Ελαφίσιος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελαφίσιος -α -ο [elafísxos] Ε4 : που ανήκει σε ελάφι ή προέρχεται από αυτό: Ελαφίσιο κρέας. || που ταιριάζει σε ελάφι, που μοιάζει με του ελαφιού: Ελαφίσιο τρέξιμο, πολύ γρήγορο. Ελαφίσιο βάδισμα / πάτημα, ελαφρύ και χαριτωμένο.
[ελάφ(ι) -ίσιος]
[Λεξικό Κριαρά]
- Ελαφίτες οι,
- βλ. Λαφίτες.