Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελάττωμα το [elátoma] Ο49 : 1. (για πρόσ.) κακή ιδιότητα ή αδυναμία του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς (σπανιότερα του σώματος)· κουσούρι, κακή συνήθεια. ANT προτέρημα: Έχει το ~ της φλυαρίας / να φλυαρεί. (γνωμ.) αγάπα το φίλο σου με τα ελαττώματά του. || Aνοιγόκλεινε τα μάτια του από αμηχανία και στο τέλος τού έμεινε ~. 2. (για πργ.) ατέλεια στην κατασκευή η οποία δυσχεραίνει τη χρήση του ή εμποδίζει την καλή λειτουργία του· κουσούρι: Για να χάνει στροφές η μηχανή κάποιο ~ θα έχει στον άξονά της.
[λόγ. < ελνστ. ἐλάττωμα, αρχ. σημ.: `κατωτερότητα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ελάττωμα το.
-
- Μειονέκτημα:
- (Καλλίμ. 14).
[αρχ. ουσ. ελάττωμα. Η λ. και σήμ.]
- Μειονέκτημα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελαττωματικός -ή -ό [elatomatikós] Ε1 : (για πργ.) που έχει ελάττωμα: Ελαττωματική συσκευή / μηχανή. Ελαττωματικό προϊόν. Ελαττωματικά ανταλλακτικά. ~ μηχανισμός. Ελαττωματική κατασκευή. || Ελαττωματική διάπλαση του σώματος. Ελαττωματική όραση. || (ως ουσ.): Στην απέναντι πτέρυγα βρίσκονται τα ελαφρώς ελαττωματικά που είναι και φτηνότερα.
ελαττωματικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. ελαττωματ- (ελάττωμα) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελαττωματικότητα η [elatomatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του ελαττωματικού πράγματος· (πρβ. ατέλεια).
[λόγ. ελαττωματικ(ός) -ότης > -ότητα]