Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελάτη
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελάτη η [eláti] Ο25 : (λόγ.) το έλατο: Ξυλεία ελάτης.

[λόγ. < αρχ. ἐλάτη]

[Λεξικό Κριαρά]
ελάτη η.
  • (Προκ. για πτηνό) φτερούγα:
    • έχεις (ενν. σμυρίλιο) το κορμί λιγνόν και γρήγορες ελάτες (Πουλολ ΑΖ 30).

[αρχ. ουσ. ελάτη. Πβ. ελατήρ και ελάτης. Η λ. και σήμ. κυπρ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ελατήρ ο.
  • (Προκ. για φτερά, κλπ.) μυς που κινεί:
    • μη βλαβήναι αυτού τους ελατήρας των πτερών ή της ουράς (Ιερακοσ. 4202).

[αρχ. ουσ. ελατήρ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελατήριο το [elatírio] Ο40 : α. σπείρωμα από έλασμα, σύρμα ή μικρό έλασμα (λάμα) με το οποίο ωθείται ή έλκεται σε ορισμένη θέση το κινητό τμήμα ενός μηχανισμού· (πρβ. σούστα): Σπειροειδές / ελικοειδές / ελασμάτινο ~. Ωστικό ~. Tο ~ του ρολογιού / της κλειδαριάς. || Πετάχτηκε πάνω σαν ~, με ορμή και ξαφνικά. β. (μτφ.) κίνητρο ορισμένης πράξης: Tαπεινά / ύποπτα ελατήρια.

[λόγ. < αρχ. ἐλατήριον `που διώχνει, καθαρτικό΄ με σφαλερή αλλ. σημ. κατά το ελατός]

[Λεξικό Κριαρά]
ελάτης ο· ’λάτης.
  • 1) (Προκ. για πτηνό) φτερούγα:
    • ελάτας παρωνύμως καλούσι διά το δι’ αυτών ελαύνεσθαι και κώπης δίκην διατέμνεσθαι το αέριον πέλαγος (Ιερακοσ. 4822‑5· Ορνεοσ. 57823).
  • 2) (Πιθ.) κλάδος δέντρου:
    • ήκοψαν και τους ’λάτες των δένδρων (Διγ. O 1406).

[αρχ. ουσ. ελάτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες