Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκχύλισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκχύλισμα το [ekxílizma] Ο49 : (χημ., τεχνολ.) μείγμα ουσιών που παραλαμβάνεται από μια πρώτη ύλη με την εφαρμογή της εκχύλισης: Yγρό / ρευστό / στερεό ~. ~ ζωικής / φυτικής προέλευσης. ~ βοτάνων. ~ δρόγης.

[λόγ. εκχυλισ- (εκχυλίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες