Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκχωρώ [ekxoró] -ούμαι Ρ10.9 : δίνω, μεταβιβάζω σε άλλον δικαίωμα ή απαίτησή μου: Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε ότι η κυβέρνηση δε θα εκχωρήσει κανένα κυριαρχικό δικαίωμα της χώρας μας.
[λόγ. < ελνστ. ἐκχωρῶ, αρχ. σημ.: `μεταναστεύω΄]