Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκχυδαϊστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκχυδαϊστικός -ή -ό [ekxiδaistikós] Ε1 : που εκχυδαΐζει: Εκχυδαϊστική ερμηνεία / άποψη / παρουσίαση.

[λόγ. εκχυδαϊσ- (εκχυδαΐζω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες