Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκχυδαΐζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκχυδαΐζω [ekxiδaízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. μεταβάλλω κτ. από ευγενές ή σεμνό σε χυδαίο, ευτελές κτλ.: Tα σκάνδαλα και οι παρανομίες εκχυδαΐζουν το δημόσιο βίο μιας χώρας. || (παθ.): Εκχυδαϊσμένη γλώσσα. 2. (παθ., για πρόσ.) γίνομαι χυδαίος, αποκτώ τρόπους χυδαίους: Έχει πια εκχυδαϊστεί τελείως.

[λόγ.: 1: εκ- χυδα(ίος) -ίζω· 2: σημδ. γαλλ. se vulgariser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες