Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκχριστιανισμός ο [ekxristxanizmós] Ο17 : η αλλαγή της θρησκευτικής πίστης κάποιου που δεν είναι χριστιανός και ασπάζεται το χριστιανισμό: Ο ~ των Ρώσων. H πολιτική του Bυζαντίου απέβλεπε στον εκχριστιανισμό των γειτονικών λαών.
[λόγ. εκχριστιανισ- (εκχριστιανίζω) -μός]