Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκχριστιανίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκχριστιανίζω [ekxristxanízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κπ. μη χριστιανό να ασπαστεί ως θρησκεία του το χριστιανισμό: H προσπάθεια των Bυζαντινών να εκχριστιανίσουν τους γειτονικούς λαούς / τους Σλάβους.

[λόγ. εκ- χριστιαν(ός) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες